εμπύρευμα

εμπύρευμα
το, -ατος
το καψούλι (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐμπύρευμα — a live coal covered with ashes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπύρευμα — Η ύλη που δίνει το έναυσμα σε ένα εκρηκτικό μείγμα. Βλ. λ. εκρηκτικές ύλες· πυρομαχικά. * * * το (AM ἐμπύρευμα) νεοελλ. μικρή ποσότητα εκρηκτικής ύλης που χρησιμοποιείται ως μέσο μεταδόσεως τής εκρήξεως στην πυρίτιδα φυσιγγίου ή σε άλλη εκρηκτική …   Dictionary of Greek

  • ἐμπυρευμάτων — ἐμπύρευμα a live coal covered with ashes neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυρεύματα — ἐμπύρευμα a live coal covered with ashes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμπυρεύματι — ἐμπύρευμα a live coal covered with ashes neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έκρηξη — Βίαιη και ταχύτατη απελευθέρωση ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται με τη μορφή θερμότητας, φωτός, τεράστιας παραγωγής αερίων και συνεπώς μηχανικού έργου. Το φαινόμενο αυτό οφείλεται συνήθως στη χημική αντίδραση που παράγεται μέσα στην εκρηκτική ύλη… …   Dictionary of Greek

  • εμπυρευματίζω — τοποθετώ εμπύρευμα, π.χ. καψούλι σε όπλο, εφοδιάζω με εμπύρευμα …   Dictionary of Greek

  • εμπυρευματίζω — εμπυρευμάτισα, εμπυρευματίστηκα, εμπυρευματισμένος, μτβ., βάζω εμπύρευμα (βλ. λ.), εφοδιάζω με εμπύρευμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • empireuma — (Del lat. empyreuma < gr. empyreuma < en, en + pyreuo.) ► sustantivo masculino QUÍMICA Olor y sabor acres y desagradables adquiridos por algunas sustancias orgánicas al someterlas a fuego violento. * * * empireuma (del lat. «empyreuma», del …   Enciclopedia Universal

  • έναυσμα — το (Α ἔναυσμα) 1. ό,τι χρησιμεύει για άναμμα, το προσάναμμα 2. μτφ. ό,τι διεγείρει, ό,τι χρησιμεύει για εξέγερση ή παρόρμηση 3. (πυροβ.) το μέσο με το οποίο επιτυγχάνεται η μετάδοση πυρός σε μία γόμωση εκρηκτικής ύλης ή και η ενίσχυση τού πυρός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”